Στην καρδιά της οικονομίας εξακολουθεί να βρίσκεται η αγορά ακινήτων, η οποία ασκεί πολλαπλασιαστική επιρροή σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, όπως στον κατασκευαστικό κλάδο και την εργασία ενώ διαχρονικά η ζήτηση κατοικίας στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη. Είναι δεδομένο ότι η οικονομική δραστηριότητα και η ζήτηση κατοικίας είναι σημαντικά αλληλένδετες, καθώς η ανοδική πορεία της οικονομίας συνεπάγεται και υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα το οποίο διοχετεύεται στην αγορά κατοικίας.
Φυσικά στις σημερινές επικρατούσες συνθήκες, ο πληθωρισμός λειτουργεί αποτρεπτικά στην αγορά κατοικίας, κυρίως λόγω της αύξησης των επιτοκίων, γεγονός το οποίο και συνεπάγεται μείωση στις εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων. Κι ενώ η αγορά έκλεισε σε € 1,2 δις νέες χρηματοδοτήσεις το 2022, φαίνεται ότι το 2023 θα υπάρξει μείωση, αλλά ενδεχομένως όχι τόσο σημαντική και αυτό γιατί οι τράπεζες δημιουργήσαν ελκυστικά στεγαστικά προϊόντα σταθερού επιτοκίου έως 5 έτη και χαμηλού spread κυμαινόμενου αναμένοντας την επόμενη περίοδο την εξομάλυνση των επιτοκίων. Έτσι ο αγοραστής διασφαλίζει σταθερές δόσεις για τα επόμενα τρία ή πέντε χρόνια καθώς και χαμηλό spread μετά την περίοδο σταθερού επιτοκίου.
Ωστόσο, οι Έλληνες έχουμε έντονη επιθυμία για ιδιοκατοίκηση και στόχος ζωής για τους περισσότερους είναι απόκτηση κατοικίας – το ελληνικό “όνειρο” για απόκτηση κατοικίας στην Ελλάδα έχει βαθιές ρίζες, γι’ αυτό και το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς ακινήτων είναι η υψηλή ιδιοκατοίκηση.
Ο Έλληνας ως επενδυτής επιλέγει την αγορά του ακινήτου καθώς ως παραδοσιακή επένδυση ενέχει μικρότερο ρίσκο σε σχέση με άλλες ενώ μέσω της μίσθωσης, σε περίπτωση επένδυσης, αποκομίζει πρόσθετες ταμειακές ροές. Η αγορά ακινήτου και ο χρυσός αποτελούν σταθερά τις πιο αποδοτικές επενδύσεις, δεδομένου ότι είναι περισσότερο προστατευμένες από διάφορες οικονομικές αλλά και πολιτικές αλλαγές.
Σε αντίθεση με άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, το συναισθηματικό δέσιμο του Έλληνα με την ιδιόκτητη κατοικία είναι πολύ μεγάλο και αυτό διαφαίνεται πολύ έντονα σε περίπτωση πώλησής της. Δυσκολευόμαστε ιδιαιτέρως με μια ενδεχόμενη πώληση του ακινήτου μας ακόμη και εάν αυτό αποτελεί τη μοναδική ορθολογική επιλογή. Επίσης, δαπανούμε μεγάλος μέρος των εισοδημάτων μας στη συντήρησή της. Το ποσοστό του εισοδήματος που διατίθεται για τέτοιους σκοπούς ξεπερνά το 40% σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Πάραυτα σε μια τέτοια επενδυτική απόφαση για αγορά ακινήτου που είναι τόσο σημαντική για τον Έλληνα και κυρίως με τραπεζικό δανεισμό, μόνο ένα μικρό ποσοστό των αγοραστών συμβουλεύεται κάποιον εξειδικευμένο οικονομικό σύμβουλο για το δάνειό του, γεγονός που αποτυπώθηκε έντονα τα προηγούμενα χρόνια όταν ένα μεγάλο ποσοστό των δανειοληπτών βρέθηκε να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στην πληρωμή των δόσεων του στεγαστικού του δανείου.
Άρα, μια βασική αδυναμία στην αγορά ακινήτων εκτός από την ανεπάρκεια της γης, τα πολεοδομικά προβλήματα και τον μηχανισμό φορολόγησης είναι και η έλλειψη πληροφόρησης, ώστε να εξασφαλιστεί πρόσβαση σε χρηματοδότηση, η οποία θα είναι βιώσιμη και δε θα απειλήσει την ευημερία των νοικοκυριών.
Ο υπολογισμός των δαπανών στέγασης και οικονομικός προγραμματισμός μελλοντικών υποχρεώσεων πρέπει να αποτελεί βασική παράμετρο για την αναζήτηση μελλοντικής κατοικίας. Ταυτόχρονα, η ανάγκη για την ανταπόκριση της χώρας στις απαιτήσεις για στέγη και στην δημιουργία μιας στεγαστικής πολιτικής που θα δώσει λύσεις στη μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού, θα προσπαθήσει να καλύψει τις ανάγκες σε στέγη για όλους και θα αναδείξει τη σπουδαιότητα της προσιτής στέγασης για τους Έλληνες, η οποία σήμερα είναι πιο έντονη από ποτέ.
Γιώτα Δούκα
Managing Director @Lisis Stegis
Κατεβάστε εδώ το επισυναπτόμενο PDF